ενδοστρέφεια

ενδοστρέφεια
ενδοστρέφεια, η και εσωστρέφεια, η
(ψυχ.), ο προσανατολισμός των ενδιαφερόντων και των συγκινήσεων ατόμου προς τον εσωτερικό του κόσμο περισσότερο παρά προς τον εξωτερικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σχιζοειδής — ές, Ν 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τείνει σε ανάπτυξη σχιζοειδούς προσωπικότητας 2. φρ. «σχιζοειδής ιδιοσυγκρασία» ή «σχιζοειδής προσωπικότητα» (ιατρ. ψυχολ.) ψυχικός τύπος που χαρακτηρίζεται κυρίως από ακοινωνησία, αυτισμό, ενδοστρέφεια,… …   Dictionary of Greek

  • ενδόστροφος — ενδόστροφος, η, ο και ενδοστρεφής, ής, ές και εσωστρεφής, ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, άνθρωπος με ενδοστρέφεια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”